- εισαγγελικός
- η , ό[ν] прокурорский;
εισαγγελική αγόρευσις — речь прокурора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εισαγγελική αγόρευσις — речь прокурора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εισαγγελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα ή στην εισαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Γ. Κ. Σάρρο] … Dictionary of Greek
εισαγγελικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα ή την εισαγγελία: Εισαγγελικό έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)